- προσθύμιος
- προσθύμιος [pron. full] [ῡ], poet. [full] ποτιθύμιος, ον,A according to one's mind, welcome, AP6.288 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσθύμιος — ον, Α ευάρεστος, καταθύμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα θύμιος] … Dictionary of Greek
ποτιθύμιος — ον, Α (δωρ. τ.) ο προσθύμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα θύμιος] … Dictionary of Greek